Οι «Εκκλησιάζουσες» είναι μια κωμωδία που γράφεται και παρουσιάζεται το 392 π. Χ., υπό καθεστώς λογοκρισίας. Οι απαγορεύσεις της οποίας όμως δεν εμποδίζουν τον Αριστοφάνη να πει – διαφεύγοντάς της – ό,τι θεωρεί σκόπιμο και επιβεβλημένο να πει στους συμπολίτες του, το άστατο του χαρακτήρα των οποίων, ιδίως στα πολιτικά πράγματα, για μια ακόμη φορά στηλιτεύει και διακωμωδεί. Θέμα της κωμωδίας αυτής είναι η «πολιτική ουτοπία», την οποία πλάθει ο Αριστοφάνης, ενδεχομένως επηρεασμένος από τις ιδέες της Πλατωνικής «Πολιτείας» (που θα διαμορφωθεί όμως σε ολοκληρωμένο σύγγραμμα λίγα χρόνια αργότερα). Η πολιτική σάτιρα εντοπίζεται εδώ στο ευμετάβλητο των συμπολιτών του, οι οποίοι τα τελευταία είκοσι περίπου χρόνια έκαναν συνεχώς «πολιτειακούς πειραματισμούς». Τώρα, έχοντας δοκιμάσει σχεδόν τα πάντα, αναγκάζονται να δεχθούν – υποτίθεται με… δημοκρατικές διαδικασίες – την διακυβέρνηση της πόλης από τις γυναίκες. Οι οποίες, μεταμφιεσμένες σε άνδρες, δημιουργούν μια «τεχνητή πλειοψηφία» στην Εκκλησία του δήμου και υφαρπάζουν στην ουσία την πολιτική εξουσία, υπό την καθοδήγηση της Πραξαγόρας. Οι άνδρες αποδέχονται την νέα κατάσταση, ενώ η Πραξαγόρα, εξαγγέλλει γενική κοινοκτημοσύνη αγαθών, αλλά και ερωτικών απολαύσεων, ώστε να μην υπάρχει πολίτης ανεξαρτήτως ηλικίας και γένους που να μην απολαμβάνει τα πάντα, ακόμη και τον έρωτα. Το τελευταίο αυτό εύρημα δίνει στον Αριστοφάνη την δυνατότητα να πλάσει απολαυστικές καταστάσεις, με τις οποίες κλείνει το έργο.
ΕΚΚΛΗΣΙΑΖΟΥΣΑΙ
€4.00
Άλλα Έργα
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ
Η κωμωδία «ΙΠΠΗΣ» είναι η δεύτερη κατά σειρά αρχαιότητος από τις σωζόμενες κωμωδίες του Αριστοφάνη και η πρώτη που παρουσίασε - το 424 π. Χ. - ο ίδιος, έχοντας πια την προς τούτο ηλικία. Και πήρε το πρώτο βραβείο. Ο Αριστοφάνης σατιρίζει μέχρι διασυρμού τον παντοδύναμο Κλέωνα και ταυτόχρονα καυτηριάζει την τάση των συμπολιτών του να αφήνονται να παρασυρθούν από αχρείους δημαγωγούς.
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ
Η κωμωδία «Θεσμοφοφοριάζουσαι» έρχεται δύο μόλις μήνες μετά την «Λυσιστράτη», με την οποία συγγενεύει και για τον λόγο ότι μέσω αυτής ο Αριστοφάνης προβάλλει και πάλι τον ρόλο που μπορεί και πρέπει να διαδραματίσει η γυναίκα στην κοινωνική-πολιτική ζωή. Η κωμωδία διδάσκεται κατά τα Μεγάλα Διονύσια του 411 π. Χ. (Ελαφηβολιών, μέσα Μαρτίου – μέσα Απριλίου) και θέμα έχει την επικείμενη απόφαση των γυναικών να θανατώσουν τον Ευριπίδη, επειδή τις κακολογεί με τις τραγωδίες του. Η απόφαση πρόκειται να ληφθεί κατά την εορτή των Θεσμοφορίων, από όπου και ο τίτλος της κωμωδίας. Οι γυναίκες δεν θα θανατώσουν τελικά τον Ευριπίδη, ο οποίος μετά από κωμικότατες καταστάσεις, έρχεται σε συνδιαλλαγή με αυτές.
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ
Η κωμωδία «Σφήκες», είναι το τελευταίο έργο που γράφει και παρουσιάζει ο Αριστοφάνης ενώ ζει ακόμη ο Κλέων, τον οποίο - και εδώ - σατιρίζει έμμεσα μεν, αλλά ανελέητα. Εδώ δε, τον σατιρίζει ως τον μεγάλο εκμαυλιστή των λαϊκών στρωμάτων της Αθηναϊκής κοινωνίας, που έχει μετατρέψει την δικαιοσύνη σε βιοποριστικό επάγγελμα και σε μέσο κοινωνικής ανόδου. Η κωμωδία διδάχθηκε κατά τα Λήναια (Φεβρουάριος) του 422 π. Χ. και ο Αριστοφάνης τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο. Λίγους μήνες αργότερα, το φθινόπωρο του ιδίου έτους, ο Κλέων θα σκοτωνόταν στην μάχη της Αμφίπολης, όπως και ο στρατοκράτης Σπαρτιάτης στρατηγός, Βρασίδας.
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ
Ο Αριστοφάνης γράφει και παρουσιάζει την κωμωδία «Πλούτος» το 388 π. Χ.. Είναι η τελευταία σωζόμενη κωμωδία του και μπορεί να λεχθεί ότι αυτή αποτελεί προάγγελο της Μέσης και δι’ αυτής της Νέας Αττικής Κωμωδίας, σημαντικότερος εκπρόσωπος της οποίας θα αναδειχθεί ο Μένανδρος. Ήδη και μορφολογικά και θεματολογικά ο «Πλούτος» απομακρύνεται από τις προηγούμενες κωμωδίες του Αριστοφάνη. Απουσιάζει εδώ σχεδόν τελείως η δράση του Χορού, με αντικατάσταση της Παρόδου και των Στασίμων από την Όρχηση του Χορού (στο κείμενο σημειώνεται με την ένδειξη: ΧΟΡΟΥ). Απουσιάζει επίσης τελείως η πολιτική σάτιρα, ενώ επιβιώνει, συγκεκαλυμμένη λόγω λογοκρισίας, η σάτιρα προσώπων. Όμως και μέσα από αυτές τις γενικές συνθήκες προβάλλει, εντονότερη από κάθε προηγούμενη φορά και, πάντα, ευρηματική η κοινωνική σάτιρα.
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ
Η κωμωδία «ΑΧΑΡΝΗΣ» είναι η αρχαιότερη από τις σωζόμενες και η τελευταία την οποία ο Αριστοφάνης παρουσίασε στο κοινό μέσω άλλου, λόγω του νεαρού της ηλικίας του. Η κωμωδία «ΑΧΑΡΝΗΣ» γράφηκε και διδάχθηκε το 425 π. Χ. και είναι – μαζί με την «Λυσιστράτη» (411 π. Χ.) – το πιο άμεσα και έντονα αντιπολεμικό έργο του.
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ
Η «Λυσιστράτη» είναι μια ακόμη, η χρονικά προ-τελευταία, αντιπολεμική κωμωδία του Αριστοφάνη. Διδάσκεται στα Λήναια του 411 π. Χ. (μέσα Ιανουαρίου – μέσα Φεβρουαρίου). Η Αθήνα την περίοδο αυτή συνθλίβεται κυριολεκτικά υπό το βάρος της ολοκληρωτικής καταστροφής του εκστρατευτικού της σώματος στην Σικελία (415 – 413 π. Χ.), ενώ σε απόσταση αναπνοής - στην Δεκέλεια - στρατοπεδεύουν οι δυνάμεις των Σπαρτιατών. Στο γενικό αυτό πλαίσιο ο Αριστοφάνης κάνει το φιλειρηνικό του κήρυγμα με ένα πρωτότυπο και ιδιοφυές εύρημα, το οποίο χειρίζεται και αναπτύσσει κατά τρόπο σπαρταριστό: Η Λυσιστράτη ξεσηκώνει κατά του πολέμου τις γυναίκες, που με όπλο την απόλυτη αποχή από την ερωτική πράξη, αναγκάζουν τους άντρες τους να συνάψουν πανελλήνια ειρήνη.
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ
Η κωμωδία «Όρνιθες» του Αριστοφάνη διδάχθηκε κατά τα Μεγάλα Διονύσια (Μάρτιος-Απρίλιος) του 414 π. Χ. υπό το όνομα του Καλλίστρατου και έλαβε το δεύτερο μόλις βραβείο. (Πρώτος ο Αμειψίας με τους «Κωμαστές» και τρίτος ο Φρύνιχος με τον «Μονότροπο»). Σήμερα η κωμωδία θεωρείται αριστουργηματική, από τις καλύτερες σωζόμενες του Αριστοφάνη. Πρόκειται για μια αλληγορική «ουτοπική» κωμωδία, με υπαινικτική αναφορά στην νοοτροπία που οδήγησε τους Αθηναίους στην τυχοδιωκτική εκστρατεία στην Σικελία (415 – 413 π. Χ.), αλλά και διακωμώδηση - του διαχρονικού φαινομένου - της τάσης φυγής από τα πραγματικά προβλήματα με την αναζήτηση του «καλύτερου» . Πολλοί δραματουργοί, από την αρχαιότητα ήδη, μιμήθηκαν ή εμπνεύσθηκαν από την κωμωδία αυτήν.
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ
Ο Αριστοφάνης γράφει και παρουσιάζει στις αρχές του 405 π. Χ. την κωμωδία «Βάτραχοι», για την οποία τιμάται με το πρώτο βραβείο, χάρις, κυρίως στην Παράβαση, με την οποία άσκησε εντονότατη κριτική στους συμπολίτες του για την πολιτική που ακολουθούσαν, αλλά και έκανε εντονότατο κήρυγμα συμφιλίωσης των Αθηναίων πρωτίστως, καθώς και όλων των Ελλήνων. Κύριο θέμα του έργου είναι η παιδεία του πολίτη, καθώς από την κρίση του εξαρτώνται τα πάντα. Και επειδή το μέγα σχολείο του πολίτη είναι το Θέατρο, που με τον θάνατο του Ευριπίδη και του Σοφοκλή έχει μείνει χωρίς άξιους Ποιητές, ο θεός του Θεάτρου Διόνυσος, πηγαίνει στον Άδη για να φέρει στην ζωή τον αγαπημένο του δραματουργό, τον Ευριπίδη. Μετά όμως από κωμικές περιπέτειες και ακόμη κωμικότερο διαγωνισμό μεταξύ αυτού και του Αισχύλου, αλλάζει γνώμη και επιλέγει τον Αισχύλο που επιστρέφει στην γη για να διδάξει τους συμπολίτες του.