Με την Κωμωδία «Σφήκες» ο Αριστοφάνης το 422 π. Χ., όπως είχε κάνει και τον προηγούμενο χρόνο με τις «Νεφέλες», στρέφεται προς τα μείζονα κοινωνικά θέματα προκειμένου να αφυπνίσει τους συμπολίτες του. Στις «Νεφέλες» επίκεντρο ήταν η Παιδεία. Τώρα, στους «Σφήκες» το μείζον ζήτημα που πραγματεύεται ο Αριστοφάνης είναι η Δικαιοσύνη.
Τα χρόνια εκείνα η δικαιοσύνη ακολουθούσε έναν ιδιαίτερα επικίνδυνο για την Αθηναϊκή Δημοκρατία δρόμο. Ο δημαγωγός Κλέων, για να προσεταιριστεί τα λαϊκά στρώματα, τριπλασίασε την «δικαστική αποζημίωση/αμοιβή» από ένα – που είχε αρχικά ορίσει ο Περικλής – σε τρεις οβολούς, με αποτέλεσμα το ποσό αυτό για τον φτωχό πολίτη να είναι μισθός. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την …φυσική δικομανία του Αθηναίου πολίτη δημιουργεί ένα επικίνδυνο δίπολο: Εκμαυλιστική πολιτική ηγεσία (Κλέων) αφενός και ένας πολίτης «πρόθυμος να εκμαυλιστεί» αφετέρου οδηγούν τα δημόσια πράγματα από το κακό στο χειρότερο. Υπάρχει βεβαίως και η μερίδα εκείνη των πολιτών που αντιτίθεται στη γενική αυτή φορά των πραγμάτων.
Ο Αριστοφάνης μέσω των ονομάτων των ηρώων του αναδεικνύει τον φθοροποιό ρόλο του Κλέωνα και στον τομέα αυτόν. Ο εκμαυλισμένος δικαστής Αθηναίος πολίτης λέγεται Φιλοκλέων, ενώ ο γιος του, που προσπαθεί να τον αποσπάσει από τα «Δικαστήρια» και τις «Δίκες», λέγεται Βδελυκλέων. Τελικά, ο Βδελυκλέων επιτυγχάνει του σκοπού του με ένα τέχνασμα, αντάξιο του Αριστοφάνη. Οργανώνει στο σπίτι του ένα «ιδιωτικό Δικαστήριο» για να «δικάζει» ο πατέρας του, τον οποίο και εκπαιδεύει κατάλληλα, ώστε να μπορεί να συναναστρέφεται με τον «καλό κόσμο». Και ναι μεν ο Φιλοκλέων εγκαταλείπει την δικομανία του, αποδεικνύεται όμως και παντελώς απροσάρμοστος στον νέο ρόλο του…