Θεωρείται ως η αρχαιότερη από τις σωζόμενες τραγωδίες του Σοφοκλή, της περιόδου 460 – 450 π. Χ. Και ήδη από αυτήν φαίνεται η στροφή του Σοφοκλή προς τον Άνθρωπο. Κεντρικό σημείο είναι η στιγμή που ο Άνθρωπος (ο Αίας κυριότατα, αλλά και τα άλλα πρόσωπα του δράματος) χάνει πορεία και προσανατολισμό, γιατί ακριβώς έχει χάσει τις αξίες του.
Ο Αίας θεωρεί ότι έχει αδικηθεί από τους Ατρείδες που του στέρησαν τα όπλα του νεκρού Αχιλλέα και τα έδωσαν στον Οδυσσέα. Και αποφασίζει να τους σκοτώσει. Παρεμβαίνει όμως η Αθηνά, του ξεστρατίζει τον νου με αποτέλεσμα ο Αίας να κατασφάξει ζώα, θεωρώντας ότι έσφαζε τον Αγαμέμνονα και τον Μενέλαο και ότι δήθεν είχε πιάσει ζωντανό τον Οδυσσέα. Όταν όμως συνέρχεται αντιλαμβάνεται την πράξη του. Την Ύβριν του πληρώνει με την αυτοκτονία του. Ακολουθεί όμως μεγαλύτερη ακόμη Ύβρις, αυτή των Ατρειδών που απαγορεύουν την ταφή του, που επιχειρεί ο αδελφός του Τεύκρος. Οι Ατρείδες μισούν και νεκρό τον Αίαντα, γιατί εκείνος τους αντιμετώπιζε όσο ζούσε περήφανα, ως ισότιμός τους. Αντίθετα, ο Οδυσσεύς, όργανο της θεϊκής βούλησης, όπως εκφράζεται από την Αθηνά, όντας και αυτός στο επίκεντρο των προσωπικών αντιθέσεων και παθών, είναι εκείνος που τα υπερβαίνει και βλέπει τον μέχρι προ ολίγου θανάσιμο εχθρό του, Αίαντα, όπως πραγματικά ήταν και όπως θα έπρεπε να τον αντιμετωπίζει.