Οι Τρωάδες – που δίδουν και τον τίτλο της τραγωδίας – είναι οι γυναίκες των νικημένων Τρώων, που αιχμάλωτες στις σκηνές των νικητών, περιμένουν να μάθουν σε ποιον θα πάνε σκλάβες-παλλακίδες. Με τρόμο για το μέλλον τους, λίγο πριν μπουν στα πλοία που θα τις πάνε μακριά, βλέπουν την ρημαγμένη πόλη τους, με τους άθαφτους νεκρούς, άντρες, γονείς, αδέρφια, παιδιά, λίγο πριν την γενική πυρπόλησή της. Ο γενικός – κοινός – πόνος εξιστορείται μέσα από τα πάθη της Εκάβης που, έχοντας ζήσει τον θάνατο των γιων-μαχητών, με πρώτον αυτόν του Έκτορα, είδε τον άντρα της, βασιλιά Πρίαμο να σφάζεται στον βωμό του παλατιού τους, με την άλωση της Τροίας και ζει τώρα το ξεκλήρισμα και ξερίζωμα της γενιάς της. Σκλάβες-παλλακίδες η βιασμένη παρθένα Κασσάνδρα, η αρχοντική γυναίκα του Έκτορα, η Ανδρομάχη, θυσία στον τάφο του Αχιλλέα η άλλη κόρη της, η Πολυξένη και, τέλος, σκλάβα και η ίδια, της μέλλεται να νεκροστολίσει τον μικρό της εγγονό. Η Εκάβη των «Τρωάδων» δεν πορεύεται από την σκλήρυνση στην αποκτήνωση, όπως γινόταν στην ομώνυμη τραγωδία που παρουσίασε ο Ευριπίδης πριν από εννέα χρόνια. Τότε, το 424 π. Χ., ήθελε να δείξει την επίδραση που έχει ο πόλεμος και τα δεινά του στον χαρακτήρα του ανθρώπου που, τελικά, αποκτηνώνεται. Τώρα, ο Ευριπίδης δείχνει το απόλυτο κενό που πέφτει σαν άδηλο, αλλά βεβαιότατο μαύρο μέλλον στον ηττημένο του πολέμου. Έρμαια της τύχης τους, αθύρματα στην βούληση των νικητών Κασσάνδρα, Ανδρομάχη, Πολυξένη, ο μικρός Αστυάναξ, η ίδια η Εκάβη και όλες οι Τρωάδες, εξισωμένες στην άθλια μοίρα τους, να μη μπορούν να κρίνουν αν ο θάνατος είναι καλύτερος ή χειρότερος από την αιώνια ατίμωση της σκλαβιάς. Σ’ αυτόν τον απόλυτο ζόφο, μ’ αβέβαιο βήμα, πάνε όλες να μπουν στα καράβια της ξενιτιάς, ενώ δίδεται το σύνθημα της γενικής πυρπόλησης της αγαπημένης πόλης που χάνουν για πάντα.
Άλλα Έργα
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
Ο πιθανότερος χρόνος σύνθεσης και διδαχής της τραγωδίας «Φοίνισσαι» θεωρείται το έτος 409 π. Χ.. Ένα χρόνο πριν φύγει οριστικά από την Αθήνα, ο Ευριπίδης παρουσιάζοντας την διαμάχη, το ανυποχώρητο πείσμα και το φριχτό τέλος του Ετεοκλή και του Πολυνείκη, των δύο αδελφών, γιων του Οιδίποδα, δείχνει στους Αθηναίου και στους Σπαρτιάτες πρωτίστως, αλλά και σε όλους τους Έλληνες, πού οδηγεί το αβυσσαλέο αδελφοκτόνο μίσος. Και προβάλλει το τέλος των δύο αδελφών, που ανυποχώρητοι στις θέσεις τους, αλληλοσκοτώνονται, ως αναπότρεπτη προοπτική της εξίσου ανυποχώρητης αντιπαράθεσης των αλληλοσπαρασσόμενων στον Πελοποννησιακό πόλεμο Ελλήνων.
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
Το δράμα «Ρήσος» (το λιγότερο γνωστό στο ευρύ κοινό, καθώς ελάχιστες φορές έχει παρασταθεί) αποτελεί θαυμάσια δραματοποίηση της Ραψωδίας Κ της Ιλιάδας («Δολώνεια»), όπου οι Τρώες στέλνουν κατάσκοπο στο στρατόπεδο των Ελλήνων τον Δόλωνα, που πιάνουν και σκοτώνουν ο Οδυσσεύς και ο Διομήδης, οι οποίοι σκοτώνουν στην συνέχεια και τον Θράκα βασιλιά Ρήσο που είχε έλθει για να ενισχύσει τους Τρώες.
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
Το δράμα «Ηρακλής Μαινόμενος» είναι μια ιδιοφυής αλληγορία που γράφει και παρουσιάζει ο Ευριπίδης κατά τα τελευταία χρόνια (πιθανότατα το 424 ή 423 π. Χ.) της πρώτης φάσης (431- 421 π. Χ.) του Πελοποννησιακού πολέμου. Η αλληγορία και ο συμβολισμός συνίστανται στο ότι ο Ευριπίδης χρησιμοποιεί τον γνωστό Μύθο της Μανίας του Ηρακλή για να συμβολίσει με την θριαμβική του πορεία, τον ολέθριο ξεπεσμό του, αλλά και την προοπτική να ανορθωθεί και πάλι, την αντίστοιχη πορεία που ακολουθεί, προς την καταστροφή της, η Αθηναϊκή Δημοκρατία πρωτίστως, αλλά και η Ελλάδα ολόκληρη. Και προειδοποιεί ο Ευριπίδης τους συμπολίτες του και τους λοιπούς αντιμαχομένους Έλληνες για την ολέθρια πορεία που ακολουθούν, καλώντας τους να αλλάξουν συμπεριφορά και να στραφούν προς τις πατροπαράδοτες αξίες τους.
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
Το Σατυρικό Δράμα «Κύκλωψ» είναι το μοναδικό έργο του είδους, που σώθηκε ολόκληρο, με πιθανότερο χρόνο γραφής και διδαχής, παρουσίασης, περί το 428 π.Χ. και ειδικότερα τα αμέσως μετά το έτος αυτό χρόνια. Έχουν όμως διατυπωθεί απόψεις που τοποθετούν το έργο άλλες μεν πολύ προγενέστερα και άλλες μετά και το 424 π. Χ. Είναι άγνωστο με ποια τριλογία τραγωδιών διδάχθηκε.
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
Ο «Ορέστης» είναι το τελευταίο δράμα, το οποίο ο Ευριπίδης γράφει και διδάσκει στην Αθήνα, το 408 π. Χ., λίγους μήνες πριν, το ίδιο έτος, εγκαταλείψει την πόλη του, που δεν θα ξαναδεί ποτέ, καθώς δύο χρόνια αργότερα θα πεθάνει στην Πέλλα, όπου είχε εγκατασταθεί. Ο μύθος γνωστός και πολυδουλεμένος - και από τους τρεις τραγικούς – αναφέρεται στην μητροκτονία (Κλυταιμήστρας) και τον φόνο (του εραστή της Αίγισθου) που διαπράττει ο Ορέστης, εκδικούμενος την δολοφονία του πατέρα του Αγαμέμνονα.
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
Ο Ευριπίδης γράφει και παρουσιάζει στους συμπολίτες του την «Ελένη» το 412 π. Χ. ένα χρόνο μετά την συντριπτική ήττα των Αθηνών στην Σικελία. Και για να προσφέρει με το έργο του μιαν αναψυχή στους συμπολίτες του στήνει ένα ιδιοφυές «παιχνίδι». Οι πάντες γνωρίζουν τον παραδοσιακό μύθο της Ελένης, που την έκλεψε ο Πάρις, την πήγε στην Τροία και γι’ αυτήν έγινε ο Τρωικός πόλεμος. Ο Ευριπίδης χρησιμοποιεί, μιαν ελάχιστα έως καθόλου γνωστή στο ευρύ κοινό, κατά τον χρόνο διδαχής του έργου, παραλλαγή του μύθου. Σύμφωνα με αυτήν, η Ελένη δεν πήγε στην Τροία, αλλά ο Ερμής την έκρυψε στην Αίγυπτο. Και πάνω σ’ αυτήν την διαφορά μεταξύ της γνώσης των θεατών και της δράσης που έβλεπαν ενώπιόν τους, αναπτύσσει ένα κωμικότατο έργο, που όμως εκτυλίσσεται στο τραγικότατο πλαίσιο της ματαιότητας του πολέμου.
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
Ο Ευριπίδης διδάσκει το δράμα του «Ιφιγένεια εν Ταύροις» το 414 π. Χ.. Με πλαίσιο μια τραγική στην ουσία της ιστορία συνθέτει ένα συναρπαστικό έργο, μια περιπέτεια που έχει αίσιο για όλους τέλος. Και για τα δύο κύρια πρόσωπα, την Ιφιγένεια και τον αδελφό της, Ορέστη, αλλά και για τους ίδιους τους θεατές, που δέχονται το έργο και το αισιόδοξο πνεύμα του σαν μια λυτρωτική ανάπαυλα - και ανακούφιση – από τις κακουχίες του Πελοποννησιακού πολέμου, μέσα στον οποίο ζει για δέκα επτά τώρα χρόνια η αθηναϊκή πολιτεία και κοινωνία.
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
Η τραγωδία «Ανδρομάχη», τέταρτο ή πέμπτο κατά σειρά αρχαιότητας από τα σωζόμενα έργα του Ευριπίδη, ανάγεται στην δεκαετία 430 – 420 π. Χ., σύμφωνα δε με ορισμένα ιστορικά στοιχεία, πιστεύεται ότι διδάχθηκε το 426 π. Χ. Είναι έργο βαθύτατα αντιπολεμικού χαρακτήρα.