ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ (444 – 385 π. Χ.)

Ο Αριστοφάνης γεννήθηκε στην Αίγινα – κατά μία εκδοχή – το 444 π. Χ. και έζησε στην Αθήνα ( Κυδαθήναιον, Πλάκα), όπου και πέθανε το 385 π. Χ. Είναι ο μέγιστος ποιητής της Κωμωδίας. Ανανέωσε και εξύψωσε την Κωμωδία, στηριζόμενος – όπως ο ίδιος λέει στην Παράβαση έργων του – στον δραματικό λόγο και αφαιρώντας στοιχεία εκχυδαϊσμού της. Ταυτόχρονα την ακατάσχετη χυδαιολογία που επικρατούσε στα χρόνια του, την περιόρισε σε αθυροστομία και μάλιστα όπου έπρεπε κατά το πνεύμα και την εξέλιξη της δράσης, όπως ο ίδιος και πάλι υπογραμμίζει. Στον Αριστοφάνη, αντίθετα με ό,τι πιστεύεται, δεν έχουμε χυδαιολογία για την χυδαιολογία. Έχουμε αθυροστομία, και μάλιστα μόνον όπου επιβάλλεται και από την δράση, αλλά και ως υπαινικτική αναφορά στον διονυσιακό «κώμο» (κώμος = γλέντι, ξεφάντωμα), από τον οποίο κατάγεται η κωμωδία. Ακέραιες σώζονται ένδεκα κωμωδίες του Αριστοφάνη που καλύπτουν την περίοδο από το 425 π. Χ. μέχρι το 388 π. Χ. Η παρέμβαση του Αριστοφάνη στα πολιτικά και εν γένει πολιτειακά και δημόσια πράγματα των Αθηνών είναι έντονη και συνεχής. Μάχεται κατά του πολέμου και υπέρ της ειρήνης, αλλά και θίγει τα κακώς κείμενα σε θεμελιώδεις τομείς, όπως – πρωτίστως – η Παιδεία και η Δικαιοσύνη. Ακόμη και με τις δύο τελευταίες κωμωδίες του («Εκκλησιάζουσες» και «Πλούτος») αν και υπό αυστηρή λογοκρισία πια το θέατρο και με απαγορευμένη την σάτιρα, ο Αριστοφάνης δεν παύει να στηλιτεύει κατακριτέες ατομικές και κοινωνικές συμπεριφορές, νουθετώντας μέχρι τέλους τους συμπολίτες του, αλλά και τον διαχρονικό θεατή των έργων του.

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

ΑΧΑΡΝΗΣ

Η κωμωδία «ΑΧΑΡΝΗΣ» είναι η αρχαιότερη από τις σωζόμενες και η τελευταία την οποία ο Αριστοφάνης παρουσίασε στο κοινό μέσω άλλου, λόγω του νεαρού της ηλικίας του. Η κωμωδία «ΑΧΑΡΝΗΣ» γράφηκε και διδάχθηκε το 425 π. Χ. και είναι  – μαζί με την «Λυσιστράτη» (411 π. Χ.) – το πιο άμεσα και έντονα αντιπολεμικό έργο του.

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

ΙΠΠΗΣ

Η κωμωδία «ΙΠΠΗΣ» είναι η δεύτερη κατά σειρά αρχαιότητος από τις σωζόμενες κωμωδίες του Αριστοφάνη και η πρώτη που παρουσίασε - το 424 π. Χ. - ο ίδιος, έχοντας πια την προς τούτο ηλικία. Και πήρε το πρώτο βραβείο. Ο Αριστοφάνης σατιρίζει μέχρι διασυρμού τον παντοδύναμο Κλέωνα και ταυτόχρονα καυτηριάζει την τάση των συμπολιτών του να αφήνονται να παρασυρθούν από αχρείους δημαγωγούς.

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

ΝΕΦΕΛΑΙ

Η κωμωδία «Νεφέλαι» (423 π. Χ.), τρίτη κατά σειρά αρχαιότητος από τις σωζόμενες του Αριστοφάνη, αποτελεί – κατά δήλωση του ιδίου – την καλύτερη μέχρι τότε κωμωδία του. Παρά ταύτα η υποδοχή της ήταν πολύ κακή - πήρε το τρίτο, τελευταίο, βραβείο - κατά την πρώτη παρουσίασή της και ακόμη χειρότερη κατά την δεύτερη (πιθανόν το 417 π. Χ.) με την ανασύνθεσή της.

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

ΣΦΗΚΕΣ

Η κωμωδία «Σφήκες», είναι το τελευταίο έργο που γράφει και παρουσιάζει ο Αριστοφάνης ενώ ζει  ακόμη ο Κλέων, τον οποίο - και εδώ  - σατιρίζει έμμεσα μεν, αλλά ανελέητα. Εδώ δε, τον σατιρίζει ως τον μεγάλο εκμαυλιστή των λαϊκών στρωμάτων της Αθηναϊκής κοινωνίας, που έχει μετατρέψει την δικαιοσύνη σε βιοποριστικό επάγγελμα και σε μέσο κοινωνικής ανόδου. Η κωμωδία διδάχθηκε κατά τα Λήναια (Φεβρουάριος) του 422 π. Χ. και ο Αριστοφάνης τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο. Λίγους μήνες αργότερα, το φθινόπωρο του ιδίου έτους, ο Κλέων θα σκοτωνόταν στην μάχη της Αμφίπολης, όπως και ο στρατοκράτης Σπαρτιάτης στρατηγός, Βρασίδας.

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

ΕΙΡΗΝΗ

Η κωμωδία «Ειρήνη» (421 π. Χ.) είναι η πέμπτη κατά χρονολογική σειρά από τις ένδεκα σωζόμενες του Αριστοφάνη. Είναι και αυτή ένα σαφέστατα αντιπολεμικό έργο, το τρίτο μετά τους «Αχαρνής»( 425 π. Χ.) και τους « Ιππής» (424 π. Χ.) μέσα στην πρώτη δεκαετία του Πελοποννησιακού πολέμου, η οποία θα κλείσει το 421 π. Χ. με την Νικίειο ειρήνη. Σε ηλικία μόλις 23 ετών ο Αριστοφάνης, στην πρώτη αυτή δραματουργική του περίοδο έχει παρουσιάσει πέντε αριστουργήματα· τρείς αντιπολεμικές κωμωδίες  και δύο ακόμη κωμωδίες, που θίγουν κρίσιμης σημασίας  για την Αθηναϊκή Δημοκρατία και κοινωνία ζητήματα: Παιδεία («Νεφέλαι», το 423 π. Χ.) και Δικαιοσύνη («Σφήκες», το 422 π. Χ.).

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

ΟΡΝΙΘΕΣ

Η κωμωδία «Όρνιθες» του Αριστοφάνη διδάχθηκε κατά τα Μεγάλα Διονύσια (Μάρτιος-Απρίλιος) του 414 π. Χ. υπό το όνομα του Καλλίστρατου και έλαβε το δεύτερο μόλις βραβείο. (Πρώτος ο Αμειψίας  με τους «Κωμαστές» και τρίτος ο Φρύνιχος με τον «Μονότροπο»). Σήμερα η κωμωδία θεωρείται αριστουργηματική, από τις καλύτερες σωζόμενες του Αριστοφάνη. Πρόκειται για μια αλληγορική «ουτοπική» κωμωδία, με υπαινικτική αναφορά στην νοοτροπία που οδήγησε τους Αθηναίους στην τυχοδιωκτική εκστρατεία στην Σικελία (415 – 413 π. Χ.), αλλά και  διακωμώδηση  - του διαχρονικού φαινομένου - της τάσης φυγής από τα πραγματικά προβλήματα με την αναζήτηση του «καλύτερου» . Πολλοί δραματουργοί, από την αρχαιότητα ήδη, μιμήθηκαν ή εμπνεύσθηκαν από την κωμωδία αυτήν.

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Η «Λυσιστράτη» είναι μια ακόμη, η χρονικά προ-τελευταία, αντιπολεμική κωμωδία του Αριστοφάνη. Διδάσκεται στα Λήναια του 411 π. Χ. (μέσα Ιανουαρίου – μέσα Φεβρουαρίου). Η Αθήνα την περίοδο αυτή συνθλίβεται κυριολεκτικά υπό το βάρος της ολοκληρωτικής καταστροφής του εκστρατευτικού της σώματος στην Σικελία (415 – 413 π. Χ.), ενώ σε απόσταση αναπνοής - στην Δεκέλεια -  στρατοπεδεύουν  οι δυνάμεις των Σπαρτιατών. Στο γενικό αυτό πλαίσιο ο Αριστοφάνης κάνει το φιλειρηνικό του κήρυγμα με ένα πρωτότυπο και ιδιοφυές εύρημα, το οποίο χειρίζεται και αναπτύσσει κατά τρόπο σπαρταριστό: Η Λυσιστράτη ξεσηκώνει κατά του πολέμου τις γυναίκες, που με όπλο την απόλυτη αποχή από την ερωτική πράξη, αναγκάζουν τους άντρες τους να συνάψουν πανελλήνια ειρήνη.

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

ΘΕΣΜΟΦΟΡΙΑΖΟΥΣΑΙ

Η κωμωδία «Θεσμοφοφοριάζουσαι» έρχεται δύο μόλις μήνες μετά την «Λυσιστράτη», με την οποία συγγενεύει και για τον λόγο ότι μέσω αυτής ο Αριστοφάνης προβάλλει και πάλι τον ρόλο που μπορεί και πρέπει να διαδραματίσει η γυναίκα στην κοινωνική-πολιτική ζωή. Η κωμωδία διδάσκεται κατά τα Μεγάλα Διονύσια του 411 π. Χ. (Ελαφηβολιών, μέσα Μαρτίου – μέσα Απριλίου) και θέμα έχει την επικείμενη απόφαση των γυναικών να θανατώσουν τον Ευριπίδη, επειδή τις κακολογεί με τις τραγωδίες του. Η απόφαση πρόκειται να ληφθεί κατά την εορτή των Θεσμοφορίων, από όπου και ο τίτλος της κωμωδίας. Οι γυναίκες δεν θα θανατώσουν τελικά τον Ευριπίδη, ο οποίος μετά από κωμικότατες καταστάσεις, έρχεται σε συνδιαλλαγή με αυτές.

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

ΒΑΤΡΑΧΟΙ

Ο Αριστοφάνης γράφει και παρουσιάζει στις αρχές του 405 π. Χ. την κωμωδία «Βάτραχοι», για  την οποία τιμάται με το πρώτο βραβείο, χάρις, κυρίως στην Παράβαση, με την οποία άσκησε εντονότατη κριτική στους συμπολίτες του για την πολιτική που ακολουθούσαν, αλλά και έκανε εντονότατο κήρυγμα συμφιλίωσης των Αθηναίων πρωτίστως, καθώς και όλων των Ελλήνων. Κύριο θέμα του έργου είναι η παιδεία του πολίτη, καθώς από την κρίση του εξαρτώνται τα πάντα. Και επειδή το μέγα σχολείο του πολίτη είναι το Θέατρο, που με τον θάνατο του Ευριπίδη και του Σοφοκλή έχει μείνει χωρίς άξιους Ποιητές, ο θεός του Θεάτρου Διόνυσος, πηγαίνει στον Άδη για να φέρει στην ζωή τον αγαπημένο του δραματουργό, τον Ευριπίδη. Μετά όμως από κωμικές περιπέτειες και ακόμη κωμικότερο διαγωνισμό μεταξύ αυτού και του Αισχύλου, αλλάζει γνώμη και επιλέγει τον Αισχύλο που επιστρέφει στην γη για να διδάξει τους συμπολίτες του.

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

ΕΚΚΛΗΣΙΑΖΟΥΣΑΙ

Η κωμωδία «Εκκλησιάζουσαι» είναι το προ-τελευταίο από τα σωζόμενα έργα του Αριστοφάνη. Με το έργο αυτό ο Αριστοφάνης απομακρύνεται από τον τύπο της κωμωδίας της προηγούμενης περιόδου, όπου κυριαρχούσε η πολιτική σάτιρα προσώπων και καταστάσεων και ο ποιητής παρεμβαίνοντας στο έργο με την «Παράβαση» έλεγε την προσωπική του άποψη. Τα δύο αυτά στοιχεία λείπουν από τις «Εκκλησιάζουσες», στις οποίες επίσης περιορίζεται ουσιαστικά ο ρόλος του Χορού. Προαναγγέλλεται έτσι η στροφή του Αριστοφάνη - που θα καταστεί εμφανέστερη στην τελευταία του σωζόμενη Κωμωδία, «Πλούτος» - προς νέο είδος Κωμωδίας, που θα μετεξελιχθεί από τους διαδόχους του στην Μέση και τελικά στην Νέα Αττική Κωμωδία.

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

ΠΛΟΥΤΟΣ

Ο Αριστοφάνης γράφει και παρουσιάζει την κωμωδία «Πλούτος» το 388 π. Χ.. Είναι η τελευταία σωζόμενη κωμωδία του και μπορεί να λεχθεί ότι αυτή αποτελεί προάγγελο της Μέσης και δι’ αυτής της Νέας Αττικής Κωμωδίας, σημαντικότερος εκπρόσωπος της οποίας θα αναδειχθεί ο Μένανδρος.  Ήδη και μορφολογικά και θεματολογικά ο «Πλούτος» απομακρύνεται από τις προηγούμενες κωμωδίες του Αριστοφάνη. Απουσιάζει εδώ σχεδόν τελείως η δράση του Χορού, με αντικατάσταση της Παρόδου και των Στασίμων  από την Όρχηση του Χορού (στο κείμενο σημειώνεται με την ένδειξη: ΧΟΡΟΥ). Απουσιάζει επίσης τελείως η πολιτική σάτιρα, ενώ επιβιώνει, συγκεκαλυμμένη λόγω λογοκρισίας, η σάτιρα προσώπων. Όμως και μέσα  από αυτές τις γενικές συνθήκες προβάλλει, εντονότερη από κάθε προηγούμενη φορά και, πάντα, ευρηματική η κοινωνική σάτιρα.