Η κωμωδία «ΙΠΠΗΣ» είναι η δεύτερη κατά σειρά αρχαιότητος από τις σωζόμενες κωμωδίες του Αριστοφάνη και η πρώτη που παρουσίασε – το 424 π. Χ. – ο ίδιος, έχοντας πια την προς τούτο ηλικία. Και πήρε το πρώτο βραβείο.
Ο τίτλος λαμβάνεται από τον Χορό, που αποτελούν Αθηναίοι πολεμιστές από την τάξη των Ιππέων, φανατικών αντιπάλων του φαύλου και αυταρχικού δημαγωγού Κλέωνα, τον οποίο – και σ’ αυτήν την κωμωδία του – χτυπά ανελέητα ο Αριστοφάνης. Σαφώς αντιπολεμικό και αυτό το έργο, αλλά ταυτόχρονα και καταγγελτικό της αδιαφορίας του λαού, που αφήνει να παρασύρεται από δημαγωγούς.
Με ευρηματικό τρόπο ο Αριστοφάνης καταγράφει αυτή την εκφυλιστική πορεία, κατά την οποία για να εκδιωχθεί ένας φαύλος ηγέτης θα πρέπει να βρεθεί κάποιος ακόμη πιο φαύλος και αχρείος, μέχρι να συνέλθει ο Δήμος, ο απλός πολίτης. Και εδώ, συμβαίνει πράγματι αυτό, καθώς ο Κλέων, που υποκρύπτεται υπό τον «Παφλαγόνα», έναν βυρσοδέψη «δούλο του Δήμου», ηττάται και εκδιώκεται από έναν άξεστο Αλλαντοπώλη, τον Αγοράκριτο, τον οποίο πείθουν να «ανακατευτεί με τα κοινά» δύο άλλοι δούλοι του Δήμου, που τραβούν τα πάνδεινα από τον Παφλαγόνα. Οι δύο αυτοί δούλοι είναι ο «Νικίας» και ο «Δημοσθένης», καθώς ο Αριστοφάνης χρησιμοποιεί τα ονόματα των δύο λαμπρών στρατηγών των Αθηνών, που ήταν και οι ουσιαστικοί παράγοντες της νίκης της Αθήνας επί των Σπαρτιατών στην Σφακτηρία, ασχέτως αν την νίκη σφετερίσθηκε ο Κλέων. Η κωμωδία κλείνει με το «ξανάνιωμα του Δήμου», που αναγνωρίζει τα σφάλματά του, τον θρίαμβο του Αγοράκριτου και την καταβαράθρωση του Κλέωνα/Παφλαγόνα.