Ο Ευριπίδης αντλεί το θέμα της τραγωδίας του από τον μύθο της Αργοναυτικής Εκστρατείας, κατατοπιστικά στοιχεία του οποίου αναφέρει συνοπτικά στον Πρόλογο. Η δράση τοποθετείται στην Κόρινθο, όπου έχουν εγκατασταθεί ο Ιάσων και η Μήδεια με τα παιδιά τους έχοντας φύγει από την Ιωλκό. Ο Ιάσων έχει εγκαταλείψει την Μήδεια και παντρεύτηκε την βασιλοπούλα της Κορίνθου. Ένας διάλογος των δύο πρώην ερωτευμένων εκθέτει στους θεατές την κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει πια οι σχέσεις τους, αλλά και αποκαλύπτει μια απίστευτη μετάπτωση του άλλοτε υπέροχου αρχηγού της Αργοναυτικής Εκστρατείας σε έναν ανθρωπάκο που δεν θέλει τίποτε άλλο παρά την καλοπέρασή του. Η συμπεριφορά του Ιάσονα και ο χαρακτήρας του καθιστούν αυτόματα συμπαθή την Μήδεια, παρά το γεγονός ότι ο θεατής έχει ήδη γίνει κοινωνός των σχεδίων της. Η εγκατάλειψη της Μήδειας, μετά τα όσα είχε κάνει για να βοηθήσει τον Ιάσονα, την ωθεί να καταστρώσει αποτρόπαιο σχέδιο εκδίκησης. Θα σκοτώσει όχι μόνο το νιόπαντρο ζευγάρι και τον πατέρα της νύφης, αλλά και τα ίδια της τα παιδιά. Με πανούργο τρόπο μεταπείθει τον βασιλιά της Κορίνθου Κρέοντα να μεταθέσει για μια μέρα έστω την εξορία της, ώστε μέσα στην μέρα αυτή να πραγματοποιήσει το σχέδιό της. Το σχέδιό της διευκολύνεται από την τυχαία διέλευση του βασιλιά της Αθήνας Αιγέα από την Κόρινθο. Ο Αιγέας συγκινείται από την διεκτραγώδηση των παθημάτων της από την Μήδεια και της υπόσχεται ότι αν εκείνη καταφύγει στην Αθήνα θα της προσφέρει άσυλο. Τότε η Μήδεια θέτει σε εφαρμογή το σχέδιό της. Στέλνει στην βασιλοπούλα φαρμακωμένα φόρεμα και διάδημα που όταν εκείνη τα φορεί λειώνει με σάρκες καταφαγωμένες από φωτιά και φαρμάκι. Το ίδιο παθαίνει και ο πατέρας της με το αγκάλιασμα του κορμιού της κόρης του. Μένει το τελευταίο μέρος του σχεδίου: Η σφαγή των παιδιών της Μήδειας. Μακρά και οδυνηρή η αμφιταλάντευσή της, μέχρις ότου υπερτερεί το πάθος της για εκδίκηση του Ιάσονα, αλλά και μέχρι να βρεθεί και ως πρόσχημα ο… φόβος μήπως τα παιδιά της βρουν φριχτότερο θάνατο από τους συγγενείς των θυμάτων της. Ο φόνος των παιδιών γίνεται – εκτός Σκηνής – και δεν μένει παρά η τελική συνάντηση των δύο παλιών εραστών και θανάσιμων τώρα εχθρών. Η Μήδεια, πάνω σε άρμα που της έδωσε για να διαφύγει ο πατέρας του πατέρα της, Ήλιος, ψηλά, και στην γη ο Ιάσων ανταλλάσσουν τις τελευταίες τους αλληλοκατηγορίες, επιβεβαιώνοντας για μια ακόμη φορά τον ηθικό ξεπεσμό τους.
Άλλα Έργα
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
Το δράμα «Ικέτιδες» διδάσκεται κατά τα Μεγάλα Διονύσια του 422 π. Χ. και είναι ένα από τα πιο «πολιτικοποιημένα» έργα του Ευριπίδη. Γράφεται και παρουσιάζεται στο τέλος της πρώτης δεκαετίας του Πελοποννησιακού πολέμου και ενώ κορυφώνεται η αντιπαράθεση Αθήνας και Σπάρτης, που ακολουθούν τυφλά τις βουλές και βλέψεις του πολεμοκάπηλου Κλέωνα , η πρώτη, και του στρατοκράτη Βρασίδα, η δεύτερη. Αντιπολεμικό, φιλειρηνικό, αλλά και βαθύτατα πατριωτικό το δράμα στηλιτεύει τις πολεμοχαρείς πράξεις και διαθέσεις των ολιγαρχικών καθεστώτων (Θήβα στο δράμα, που απεικονίζει την Σπάρτη) και εξαίρει την σωστική δράση και παρέμβαση που μπορεί να αναπτύξει μια δημοκρατούμενη πολιτεία, όπως αυτή της Αθήνας (στο δράμα και στην πραγματικότητα).
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
Ο «Ορέστης» είναι το τελευταίο δράμα, το οποίο ο Ευριπίδης γράφει και διδάσκει στην Αθήνα, το 408 π. Χ., λίγους μήνες πριν, το ίδιο έτος, εγκαταλείψει την πόλη του, που δεν θα ξαναδεί ποτέ, καθώς δύο χρόνια αργότερα θα πεθάνει στην Πέλλα, όπου είχε εγκατασταθεί. Ο μύθος γνωστός και πολυδουλεμένος - και από τους τρεις τραγικούς – αναφέρεται στην μητροκτονία (Κλυταιμήστρας) και τον φόνο (του εραστή της Αίγισθου) που διαπράττει ο Ορέστης, εκδικούμενος την δολοφονία του πατέρα του Αγαμέμνονα.
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
Ο πιθανότερος χρόνος σύνθεσης και διδαχής της τραγωδίας «Φοίνισσαι» θεωρείται το έτος 409 π. Χ.. Ένα χρόνο πριν φύγει οριστικά από την Αθήνα, ο Ευριπίδης παρουσιάζοντας την διαμάχη, το ανυποχώρητο πείσμα και το φριχτό τέλος του Ετεοκλή και του Πολυνείκη, των δύο αδελφών, γιων του Οιδίποδα, δείχνει στους Αθηναίου και στους Σπαρτιάτες πρωτίστως, αλλά και σε όλους τους Έλληνες, πού οδηγεί το αβυσσαλέο αδελφοκτόνο μίσος. Και προβάλλει το τέλος των δύο αδελφών, που ανυποχώρητοι στις θέσεις τους, αλληλοσκοτώνονται, ως αναπότρεπτη προοπτική της εξίσου ανυποχώρητης αντιπαράθεσης των αλληλοσπαρασσόμενων στον Πελοποννησιακό πόλεμο Ελλήνων.
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
Ο Ευριπίδης γράφει και παρουσιάζει το δράμα του «Ίων» στα μέσα της βραχυχρόνιας ανάπαυλας του Πελοποννησιακού πολέμου (Νικίειος Ειρήνη, 421 – 416 π. Χ.) Κεντρικό μήνυμα που θέλει να δώσει ο Ευριπίδης με τον «Ίωνα» είναι η υπογράμμιση της κοινής καταγωγής όλων των Ελληνικών φύλων, που έχουν όμως αποδυθεί σε έναν μακροχρόνιο και καταστρεπτικό μεταξύ τους πόλεμο. Και το κάνει αναπτύσσοντας ένα θεατρικό έργο που από την πρώτη στιγμή κρατά αδιάπτωτο το ενδιαφέρον του θεατή. Όσο προχωρεί η δράση ο θεατής θέλγεται από την εξέλιξη της υπόθεσης και τις μεταπτώσεις των ηρώων, αλλά και από τα ευρήματα του Ευριπίδη, ο οποίος εισάγει στο δράμα του αυτό ακόμη και στοιχεία … αστυνομικού μυθιστορήματος.
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
Η τραγωδία «Ιππόλυτος» διδάχθηκε το 428 π. Χ. και ο Ευριπίδης τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο. Ήδη από την αρχαιότητα εθεωρείτο ως ένα από τα αριστουργήματα του Ευριπίδη, αλλά και - κατά τους νεώτερους χρόνους - της δραματουργίας γενικότερα. Η υπόθεση του έργου αναφέρεται στον μύθο του έρωτα της Φαίδρας, συζύγου του βασιλιά της Αθήνας Θησέα για τον γιο του Ιππόλυτο, από την βασίλισσα των Αμαζόνων Ιππολύτη. Η τραγωδία αυτή του Ευριπίδη άσκησε βαθύτατη και διαχρονική επιρροή στο θέατρο και στις τέχνες, ιδιαίτερα δε στην ζωγραφική.
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
Το δράμα «Ρήσος» (το λιγότερο γνωστό στο ευρύ κοινό, καθώς ελάχιστες φορές έχει παρασταθεί) αποτελεί θαυμάσια δραματοποίηση της Ραψωδίας Κ της Ιλιάδας («Δολώνεια»), όπου οι Τρώες στέλνουν κατάσκοπο στο στρατόπεδο των Ελλήνων τον Δόλωνα, που πιάνουν και σκοτώνουν ο Οδυσσεύς και ο Διομήδης, οι οποίοι σκοτώνουν στην συνέχεια και τον Θράκα βασιλιά Ρήσο που είχε έλθει για να ενισχύσει τους Τρώες.
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
Η τραγωδία «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» είναι το ύστατο έργο που γράφει ο Ευριπίδης στην Πέλλα της Μακεδονίας, όπου θα ζήσει τους τελευταίους δέκα οκτώ μήνες της ζωής του. Το έργο είναι ενδεχόμενο να γράφηκε παράλληλα προς την τραγωδία «Βάκχαι», ή, σε αντίθετη περίπτωση, αμέσως μετά από αυτήν. Οι δύο τραγωδίες αποτελούν το κύκνειο άσμα του Ευριπίδη και με αυτές ο δραματουργός δίνει το μήνυμα συναδέλφωσης του - σπαρασσόμενου τότε στον Πελοποννησιακό πόλεμο Ελληνισμού - με την ανάδειξη της κοινής καταγωγής και των πολιτιστικών αξιών του («Βάκχαι») αλλά και του ρόλου που μπορεί και πρέπει να διαδραματίσει ο Ελληνισμός («Ιφιγένεια εν Αυλίδι»). Και οι δύο τραγωδίες διδάχθηκαν – παρουσιάστηκαν – μετά τον θάνατο του δραματουργού που επισυνέβη στις αρχές του 406 π. Χ. (ετάφη στην κοιλάδα της Αρέθουσας, κοντά στην Αμφίπολη).
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
Η τραγωδία «Ηρακλείδαι» είναι από τα παλαιότερα σωζόμενα δράματα του Ευριπίδη. Γράφεται και παρουσιάζεται κατά τα πρώτα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου (431 – 404 π. Χ.) και ειδικότερα μεταξύ 429 και 427 π. Χ. (με πιθανότερη την πρώτη χρονολογία). Θέμα της είναι ο μύθος των Ηρακλειδών, των παιδιών του νεκρού πια Ηρακλή, που καταδιωκόμενα από τον βασιλιά του Άργους Ευρυσθέα, βρίσκουν καταφύγιο στην Αθήνα. Με την δραματουργική ανάπτυξη του γνωστού αυτού μύθου ο Ευριπίδης κάνει σαφή προσπάθεια να τονώσει το ηθικό των συμπολιτών του, που ήδη δοκιμάζονται από την επιδρομή των Σπαρτιατών και, πολύ περισσότερο, από τον λοιμό που ξέσπασε το 430 π. Χ., δεύτερο χρόνο του πολέμου.