Ο Ευριπίδης ακολουθεί στο σατυρικό δράμα «Κύκλωψ», τον μύθο κατά την Οδύσσεια παραλλάσσοντάς τον ελαφρά, αλλά ουσιαστικά σε ένα σημείο. Ο Οδυσσεύς και οι σύντροφοί του φτάνουν στην Αίτνα, όπου ζουν οι Κύκλωπες. Στην υπηρεσία του Πολύφημου (κάτι που δεν υπάρχει στην Οδύσσεια) είναι ο Σιληνός και οι γιοι του, σάτυροι, – αποτελούν και τον Χορό του δράματος – που και αυτοί είχαν ναυαγήσει. Ο Οδυσσεύς και οι σύντροφοί του αναζητώντας τρόφιμα και νερό βρίσκουν τον Σιληνό και τους σατύρους του και συμφωνούν να πάρουν τρόφιμα με αντάλλαγμα κρασί. Πάνω στην ώρα επιστρέφει στην σπηλιά του ο Κύκλωπας και κατά προτροπή του Σιληνού ο Οδυσσεύς και οι σύντροφοί του κρύβονται στην σπηλιά. Εκεί θα τους βρει ο Κύκλωπας, που θα χορτάσει την πείνα του σκοτώνοντας και τρώγοντας δύο συντρόφους του Οδυσσέα. Η σημαντική διαφοροποίηση που κάνει ο Ευριπίδης είναι ότι ο Κύκλωπας δεν φράζει την σπηλιά, από όπου βγαίνει ο Οδυσσεύς, αφού έχει μεθύσει τον Κύκλωπα, προκειμένου να πείσει του σάτυρους να τον βοηθήσουν να τον τιμωρήσει, με τύφλωση και σε αντάλλαγμα να τους ελευθερώσει και να τους πάρει μαζί του. Προ του εγχειρήματος οι σάτυροι δειλιάζουν και υπαναχωρούν και έτσι ο Οδυσσεύς τυφλώνει αυτός με τους συντρόφους του τον Κύκλωπα. Η τύφλωση του Κύκλωπα γίνεται έτσι στο δράμα προς τιμωρία του γιατί είχε φάει συντρόφους του Οδυσσέα και όχι και για την διαφυγή τους, όπως συμβαίνει στην Οδύσσεια. Ο Οδυσσεύς ελευθερώνει τον Σιληνό και τους σατύρους, και όλοι μαζί ξεκινούν για το πλοίο, ενώ ο τυφλός Κύκλωπας τους απειλεί – μάταια, όπως είναι γνωστό από τον μύθο – ότι θα το βυθίσει…
Άλλα Έργα
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
Ο πιθανότερος χρόνος σύνθεσης και διδαχής της τραγωδίας «Φοίνισσαι» θεωρείται το έτος 409 π. Χ.. Ένα χρόνο πριν φύγει οριστικά από την Αθήνα, ο Ευριπίδης παρουσιάζοντας την διαμάχη, το ανυποχώρητο πείσμα και το φριχτό τέλος του Ετεοκλή και του Πολυνείκη, των δύο αδελφών, γιων του Οιδίποδα, δείχνει στους Αθηναίου και στους Σπαρτιάτες πρωτίστως, αλλά και σε όλους τους Έλληνες, πού οδηγεί το αβυσσαλέο αδελφοκτόνο μίσος. Και προβάλλει το τέλος των δύο αδελφών, που ανυποχώρητοι στις θέσεις τους, αλληλοσκοτώνονται, ως αναπότρεπτη προοπτική της εξίσου ανυποχώρητης αντιπαράθεσης των αλληλοσπαρασσόμενων στον Πελοποννησιακό πόλεμο Ελλήνων.
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
Η «Άλκηστις» είναι το αρχαιότερο από τα σωζόμενα δράματα του Ευριπίδη. Διδάχθηκε το 438 π. Χ. και είναι το μόνο που δεν ανήκει στην περίοδο του Πελοποννησιακού Πολέμου (431 – 404 π. Χ.). Το έργο παρουσιάσθηκε στην θέση του σατυρικού δράματος που συμπλήρωνε τριλογία τραγωδιών, αν και δεν έχει κανένα στοιχείο σατυρικού δράματος.
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
Ο Ευριπίδης γράφει και παρουσιάζει στους συμπολίτες του την «Ελένη» το 412 π. Χ. ένα χρόνο μετά την συντριπτική ήττα των Αθηνών στην Σικελία. Και για να προσφέρει με το έργο του μιαν αναψυχή στους συμπολίτες του στήνει ένα ιδιοφυές «παιχνίδι». Οι πάντες γνωρίζουν τον παραδοσιακό μύθο της Ελένης, που την έκλεψε ο Πάρις, την πήγε στην Τροία και γι’ αυτήν έγινε ο Τρωικός πόλεμος. Ο Ευριπίδης χρησιμοποιεί, μιαν ελάχιστα έως καθόλου γνωστή στο ευρύ κοινό, κατά τον χρόνο διδαχής του έργου, παραλλαγή του μύθου. Σύμφωνα με αυτήν, η Ελένη δεν πήγε στην Τροία, αλλά ο Ερμής την έκρυψε στην Αίγυπτο. Και πάνω σ’ αυτήν την διαφορά μεταξύ της γνώσης των θεατών και της δράσης που έβλεπαν ενώπιόν τους, αναπτύσσει ένα κωμικότατο έργο, που όμως εκτυλίσσεται στο τραγικότατο πλαίσιο της ματαιότητας του πολέμου.
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
Η τραγωδία «Ηρακλείδαι» είναι από τα παλαιότερα σωζόμενα δράματα του Ευριπίδη. Γράφεται και παρουσιάζεται κατά τα πρώτα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου (431 – 404 π. Χ.) και ειδικότερα μεταξύ 429 και 427 π. Χ. (με πιθανότερη την πρώτη χρονολογία). Θέμα της είναι ο μύθος των Ηρακλειδών, των παιδιών του νεκρού πια Ηρακλή, που καταδιωκόμενα από τον βασιλιά του Άργους Ευρυσθέα, βρίσκουν καταφύγιο στην Αθήνα. Με την δραματουργική ανάπτυξη του γνωστού αυτού μύθου ο Ευριπίδης κάνει σαφή προσπάθεια να τονώσει το ηθικό των συμπολιτών του, που ήδη δοκιμάζονται από την επιδρομή των Σπαρτιατών και, πολύ περισσότερο, από τον λοιμό που ξέσπασε το 430 π. Χ., δεύτερο χρόνο του πολέμου.
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
Η τραγωδία «Βάκχαι» (μαζί με την τραγωδία «Ιφιγένεια εν Αυλίδι») αποτελούν το κύκνειο άσμα του Ευριπίδη, ο οποίος τις συνθέτει στην Πέλλα το 407 π. Χ., ένα χρόνο πριν από τον θάνατό του. Η τραγωδία «Βάκχαι» είναι η μόνη που δεν είναι απλά αφιερωμένη στον θεό του Θεάτρου, αλλά και έχει πρωταγωνιστή της τον Διόνυσο.
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
Το δράμα «Ρήσος» (το λιγότερο γνωστό στο ευρύ κοινό, καθώς ελάχιστες φορές έχει παρασταθεί) αποτελεί θαυμάσια δραματοποίηση της Ραψωδίας Κ της Ιλιάδας («Δολώνεια»), όπου οι Τρώες στέλνουν κατάσκοπο στο στρατόπεδο των Ελλήνων τον Δόλωνα, που πιάνουν και σκοτώνουν ο Οδυσσεύς και ο Διομήδης, οι οποίοι σκοτώνουν στην συνέχεια και τον Θράκα βασιλιά Ρήσο που είχε έλθει για να ενισχύσει τους Τρώες.
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
Ο Ευριπίδης διδάσκει το δράμα του «Ιφιγένεια εν Ταύροις» το 414 π. Χ.. Με πλαίσιο μια τραγική στην ουσία της ιστορία συνθέτει ένα συναρπαστικό έργο, μια περιπέτεια που έχει αίσιο για όλους τέλος. Και για τα δύο κύρια πρόσωπα, την Ιφιγένεια και τον αδελφό της, Ορέστη, αλλά και για τους ίδιους τους θεατές, που δέχονται το έργο και το αισιόδοξο πνεύμα του σαν μια λυτρωτική ανάπαυλα - και ανακούφιση – από τις κακουχίες του Πελοποννησιακού πολέμου, μέσα στον οποίο ζει για δέκα επτά τώρα χρόνια η αθηναϊκή πολιτεία και κοινωνία.
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
Η τραγωδία «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» είναι το ύστατο έργο που γράφει ο Ευριπίδης στην Πέλλα της Μακεδονίας, όπου θα ζήσει τους τελευταίους δέκα οκτώ μήνες της ζωής του. Το έργο είναι ενδεχόμενο να γράφηκε παράλληλα προς την τραγωδία «Βάκχαι», ή, σε αντίθετη περίπτωση, αμέσως μετά από αυτήν. Οι δύο τραγωδίες αποτελούν το κύκνειο άσμα του Ευριπίδη και με αυτές ο δραματουργός δίνει το μήνυμα συναδέλφωσης του - σπαρασσόμενου τότε στον Πελοποννησιακό πόλεμο Ελληνισμού - με την ανάδειξη της κοινής καταγωγής και των πολιτιστικών αξιών του («Βάκχαι») αλλά και του ρόλου που μπορεί και πρέπει να διαδραματίσει ο Ελληνισμός («Ιφιγένεια εν Αυλίδι»). Και οι δύο τραγωδίες διδάχθηκαν – παρουσιάστηκαν – μετά τον θάνατο του δραματουργού που επισυνέβη στις αρχές του 406 π. Χ. (ετάφη στην κοιλάδα της Αρέθουσας, κοντά στην Αμφίπολη).