Στην πρώτη – και ιδιαίτερα σκληρή για τους Αθηναίους – περίοδο του Πελοποννησιακού Πολέμου (431- 420 π. Χ.) ο Ευριπίδης επιχειρεί να καταγράψει και να δείξει στους συμπολίτες του – και σε όλους τους Έλληνες – την αποκτήνωση του Ανθρώπου που μπορεί να προκαλέσει ο Πόλεμος.
Το 424 π. Χ. – που πιθανολογείται ότι πρωτοπαρουσιάσθηκε η τραγωδία «Εκάβη» – η αθηναϊκή κοινωνία δεν έχει ακόμη συνέλθει και αναλάβει όχι μόνο από τον διαρκή πόλεμο, αλλά και κυρίως, από τις δύο περιόδους του λοιμού που εξουθένωσε βιολογικά και, ακόμη χειρότερα, ηθικά τους Αθηναίους πολίτες. Οι οποίοι βλέπουν τώρα, στο Θέατρο,- προσωποποίηση των δεινών του πολέμου – την άλλοτε αγέρωχη βασίλισσα της Τροίας Εκάβη να είναι δούλα σε μια ακτή της Θράκης, όπου διαδραματίζεται η ομώνυμη τραγωδία. Και εκεί θα ζήσει τον θάνατο δύο ακόμη παιδιών της: της Πολυξένης, πρώτον, που θυσιάζουν οι Αχαιοί προς εξευμενισμό της ψυχής του Αχιλλέα. Και, δεύτερον, του Πολύδωρου, που ο Πρίαμος τον είχε, μικρό παιδί όταν άρχιζε ο Τρωικός πόλεμος, εμπιστευθεί με πολύ χρυσάφι, στον φίλο του Θράκα βασιλιά Πολυμήστορα. Η Εκάβη, μέσα στον ανείπωτο πόνο της σχεδιάζει και με την ανοχή του Αγαμέμνονα εκτελεί την φριχτή εκδίκησή της. Παγιδεύει τον Πολυμήστορα και τα μικρά παιδιά του . Σκοτώνει πρώτα τα παιδιά και μετά τυφλώνει τον Πολυμήστορα, αφήνοντάς τον να ζει. Ο τυφλός Πολυμήστορας προλέγει την μετά θάνατον αποκτήνωση της Εκάβης που θα γίνει Σκύλλα με πύρινα μάτια και το μνήμα της θα είναι σήμα-φόβητρο των ναυτικών. Προλέγει επίσης και την δολοφονία του Αγαμέμνονα και της ερωμένης του Κασσάνδρας από την γυναίκα του, Κλυταιμήστρα.