Η τραγωδία «Ηρακλείδαι» – κατά τα πρώτα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου (431 – 404 π. Χ.) – έχει σαφέστατες αναφορές στα σύγχρονά του πολεμικά γεγονότα, καθώς παρουσιάζει την μεν Αθήνα ως καταφύγιο και προστάτη κάθε καταδιωκόμενου και αδικημένου, ενώ παράλληλα υπογραμμίζει την δολιότητα των Σπαρτιατών, μέσω των Ηρακλειδών. Οι οποίοι αργότερα – εκτός θεατρικού χρόνου – ξεχνώντας την ευεργεσία των Αθηνών, θα εκστρατεύσουν εναντίον της.
Κατά τον μύθο, ο βασιλιάς του Άργους Ευρυσθέας, αφού έχει μάταια προσπαθήσει να εξοντώσει τον Ηρακλή, με τους επικίνδυνους Άθλους που του αναθέτει, τώρα, μετά τον θάνατο του ήρωα, καταδιώκει σε όλη την Ελλάδα τα παιδιά του, Ηρακλείδες, γιατί φοβάται ότι όταν μεγαλώσουν θα τον εκδικηθούν. Τα παιδιά προστατεύονται τα μεν αγόρια από τον Ιόλαο, ανιψιό και συμπαραστάτη του Ηρακλή, τα δε κορίτσια από την Αλκμήνη, μητέρα του Ηρακλή. Ήδη αυτό, η προστασία δηλαδή μικρών παιδιών από ένα υπέργηρο ζεύγος, παραπέμπει στην πραγματικότητα που ζουν οι Αθηναίοι, καθώς οι νέοι χάνονται στον πόλεμο και τα παιδιά τους ανατρέφονται από τους ηλικιωμένους γονείς των νεκρών. Η κύρια όμως παραπομπή στα σύγχρονα γεγονότα που κάνει ο Ευριπίδης είναι η υπογράμμιση του δημοκρατικού χαρακτήρα των Αθηνών, που αναδεικνύεται σε προστάτιδα των κατατρεγμένων και αδικημένων. Πράγματι, ενώ καμιά πόλη δεν δέχεται τους Ηρακλείδες, λόγω του φόβου του πανίσχυρου Άργους, η Αθήνα τους προσφέρει άσυλο και δεν διστάζει να αντιπαρατεθεί με τον στρατό των Αργείων, τον οποίο και νικά. Το τέλος της τραγωδίας επιφυλάσσει διπλή έκπληξη: Η Αλκμήνη από περιδεής ικέτις, μόλις έρθει σε θέση ισχύος γίνεται η αδυσώπητη φόνισσα του Ευρυσθέα. Και ο τελευταίος υπογραμμίζει την δολιότητα των Σπαρτιατών, προλέγοντας ότι οι Ηρακλείδες, ξεχνώντας την ευεργεσία των Αθηνών, θα εκστρατεύσουν αργότερα εναντίον της.