Η τραγωδία «Ανδρομάχη», τέταρτο ή πέμπτο κατά σειρά αρχαιότητας από τα σωζόμενα έργα του Ευριπίδη, ανάγεται στην δεκαετία 430 – 420 π. Χ., σύμφωνα δε με ορισμένα ιστορικά στοιχεία, πιστεύεται ότι διδάχθηκε το 426 π. Χ. Είναι έργο βαθύτατα αντιπολεμικού χαρακτήρα.
Παρά το γεγονός ότι καταλογίζει στους Σπαρτιάτες δολιότητα, την οποία και στηλιτεύει, ο Ευριπίδης διεκτραγωδεί τα δεινά που επιφέρει ο πόλεμος σε όλα τα αντιμαχόμενα μέρη. Και κάνει προς τούτο πρωταγωνιστές του έργου του τους συγγενείς ή γόνους των μεγάλων αρχηγών και ηρώων του Τρωικού πολέμου: Ο Νεοπτόλεμος, γιος του πεσόντος στην μάχη Αχιλλέα, παίρνει σκλάβα/παλλακίδα την περήφανη Ανδρομάχη, σύζυγο του Έκτορα, που σκότωσε ο Αχιλλέας. Ο μητροκτόνος Ορέστης, γιος του ένδοξου αρχιστράτηγου Αγαμέμνονα, τον οποίο κατέσφαξε η σύζυγός του Κλυταιμήστρα. Η Ερμιόνη κόρη της Ελένης και του Μενέλαου, κενόδοξη και υπεροπτική στο πρώτο μέρος, ταπεινωμένη στο δεύτερο. Και ανάμεσα στα πρόσωπα αυτά ο μόνος από τους ηγέτες των Ελλήνων, ο Μενέλαος, κωμικοτραγικός «αιώνιος σύζυγος», προσωποποίηση της σπαρτιατικής δολιότητας.
Το έργο – κυρίως για την δομή του – έχει προκαλέσει πολλές συζητήσεις και ειδικότερα ότι χωρίζεται σε δύο ανεξάρτητα μέρη, καθώς η Ανδρομάχη – που δίδει και τον τίτλο του έργου – από την μέση σχεδόν της δράσης δεν έχει πια ρόλο και παρουσία, πλην ίσως στο τέλος. Παρά την απουσία της όμως, είναι ο συνεκτικός κρίκος του δράματος, καθώς και τα δεινά του πολέμου διεκτραγωδεί και η δράση των άλλων προσώπων του δράματος, σε αναφορά με εκείνην αναπτύσσεται.